- ἐπιπολάζων
- ἐπιπολάζωpres part act masc nom sgἐπιπολάζωpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… … Dictionary of Greek
ՎԵՐ — ( ) NBH 2 0801 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c Արմատ բառիցս Ի Վեր, ʼի Վերոյ. ʼի Վերայ. Վերստին. (լծ. գեր. եւ պ. պէր, ֆէր, զիպէր. յն. իբէ՛ր. լտ. սու՛բէր ). ὐπέρ super. որպէս եւ իբր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)